ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… … Dictionary of Greek
τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ … Dictionary of Greek
αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… … Dictionary of Greek
Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi … Deutsch Wikipedia
Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
ουτοσί — αυτηί, τουτί (Α οὑτοσί, αὑτηί, τουτί) (νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος τής δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῡτο με το δεικτ. ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος] … Dictionary of Greek
τούτος — η, ο / τοῦτος, ούτη, ον, ΝΜ (δεικτ. αντων.) αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. τοῦτος έχει σχηματιστεί από το ουδ. τοῦτο και τις πλάγιες πτώσεις (πρβλ. γεν. πληθ. τούτων) τής αρχ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο] … Dictionary of Greek
δεικτικός — ή, ό (AM δεικτικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι 2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, ή, ό, εκείνος, η, ο, οὗτος, αὕτη, τοῡτο) 3. φρ. «δεικτικά μόρια»… … Dictionary of Greek
ԴԱ — (դորա, դմա, դովաւ. դոքա, դոցա, դոքօք. գրի եւ ԴԱՅ, դորայ, դոցայ.) NBH 1 0589 Chronological Sequence: Early classical, 6c ԴԱ գրի եւ ԴԱՅ. Տե՛ս եւ Դոյն. Դերանուն ցուցական՝ որ յայտ առնէ զմիջինն եւ զառաջիկայն ի յոլովից երրորդ դիմաց, զորոց բանն է. ատ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)