οὗτος, αὕτη, τοῦτο

οὗτος, αὕτη, τοῦτο
+ R 1104-1099-929-526-753=4411 Gn 2,4.11.13.14(bis)
this Gn 2,4
this (referring to sb just mentioned) 1 Sm 1,2; id. (referring to sth just mentioned) Gn 2,13; this (referring to sb who is about to be mentioned) Ex 6,26; id. (referring to sth which is about to be mentioned) 2 Mc 1,24
this, the present (of time) Jer 51,6; this (referring to sth very close; of place) Ex 4,17
*Gn 18,10 τοῦτον this-הזה for MT חיה life; *Jer 23,10 τούτων of these-הלֵּאֶ for MT ָלהאָ curse; *Ez 47,13 ταῦτα this-זה for MT גה (= גיא?) valley; *Zech 14,17 καὶ οὗτοι and these-ואלה for MT ולא and not; *Ps 143(144),13 εἰς τοῦτο to the other-אל־זה for MT אל־זן to (another) kind?; *Jb 19,26 ταῦτα these things- הלֵּאֶ for MT אלוה God, see also Jb 27,22
Cf. HARL 1986a 173.175

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • τοιούτος — αύτη, ο / τοιοῡτος, αύτη, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέουτος, αύτα, ον, και επιτεταμένος τ. τού ουδ. πληθ. τοιαυτί, Α (δεικτ. αντων.) τέτοιου είδους, τέτοιας λογής, τέτοιος («ὁ τοιοῡτος ὤν καὶ ἐοικέναι τοῑς τοιούτοις», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ …   Dictionary of Greek

  • αντωνυμία — Κλιτό μέρος του λόγου, που η κλασική γραμματική (Διονύσιος ο Θραξ) ερμήνευε και όριζε ως τη λέξη που αντικαθιστά ένα όνομα. Στην πραγματικότητα, όμως, o ρόλος της α. είναι ευρύτερος και θα μπορούσε να οριστεί ως η λέξη που δηλώνει, χωρίς να τα… …   Dictionary of Greek

  • Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • ουτοσί — αυτηί, τουτί (Α οὑτοσί, αὑτηί, τουτί) (νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος τής δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῡτο με το δεικτ. ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος] …   Dictionary of Greek

  • τούτος — η, ο / τοῦτος, ούτη, ον, ΝΜ (δεικτ. αντων.) αυτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. τοῦτος έχει σχηματιστεί από το ουδ. τοῦτο και τις πλάγιες πτώσεις (πρβλ. γεν. πληθ. τούτων) τής αρχ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῦτο] …   Dictionary of Greek

  • δεικτικός — ή, ό (AM δεικτικός, ή, όν) 1. ο ικανός ή κατάλληλος να δείξει κάτι 2. φρ. «δεικτικές αντωνυμίες» οι αντωνυμίες που χρησιμεύουν για δείξη, για δείξιμο αισθητό ή νοητό (π.χ. αυτός, ή, ό, εκείνος, η, ο, οὗτος, αὕτη, τοῡτο) 3. φρ. «δεικτικά μόρια»… …   Dictionary of Greek

  • ԴԱ — (դորա, դմա, դովաւ. դոքա, դոցա, դոքօք. գրի եւ ԴԱՅ, դորայ, դոցայ.) NBH 1 0589 Chronological Sequence: Early classical, 6c ԴԱ գրի եւ ԴԱՅ. Տե՛ս եւ Դոյն. Դերանուն ցուցական՝ որ յայտ առնէ զմիջինն եւ զառաջիկայն ի յոլովից երրորդ դիմաց, զորոց բանն է. ատ,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”